-
1 работать
ρ.δ.1. εργάζομαι, δουλεύω•работать в поле εργάζομαι στο χωράφι•
работать на заводе εργάζομαι στο εργοστάσιο•
работать сверхурочно εργάζομαι υπερωρία•
работать в колхозе εργάζομαι στο κολχόζ•
работать днм и ночью εργάζομαι μέρα και νύχτα•
работать лопатой, молотком δουλεύω με το φτυάρι, με το σφυρί.
2. εκτελώ μια ειδική εργασία•работать бухгалтером εργάζομαι λογιστής•
-электриком εργάζομαι ηλεκτρολόγος•
я работаю токарем εγώ εργάζομαι τορναδόρος.
3. λειτουργώ•часы работают хорошо το ρολόγι δουλεύει καλά•
мотор плохо -ет το μοτέρ δε δουλεύει καλά•
моё сердце хорошо -ет η καρδιά μου καλά δουλεύει.
|| είμαι ανοιχτός•библиотека -ет до девяти часов вечера η βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή (λειτουργεί) ως τις ενιά το βράδυ.
4. φτιάχνω•работать сапоги φτιάχνω μπότες.
εκφρ.работать над собой – τελειοποιούμαι, ολοκληρώνομαι.1. δουλεύω κανονικά, ρέγουλα.2. φτιάχνομαι, γίνομαι, κατασκευάζομαι. -
2 работать
работа||тьнесов1. δουλεύω, ἐργάζομαι:\работать не покладая рук δουλεύω ἀσταμάτητα· \работать спустя рукава δουλεύω ἀνόρεχτα· \работать над диссертацией ἐργάζομαι γιά τή διατριβή· \работать шофером δουλεύω σωφέρ·2. (функционировать \работать об учреждении и т. п.) δουλεύω, εἶμαι ἀνοιχτός:библиотека \работатьет с восьми часов утра до десяти́ часов вечера ἡ βιβλιοθήκη εἶναι ἀνοιχτή ἀπό τίς ὁκτώ τό πρωΐ ἐως τίς δέκα τό βράδυ·3. (функционировать\работать о механизме и т. п.) δουλεύω, λειτουργώ:телефон не \работатьет τό τηλέφωνο δέν δουλεύει· ◊ \работать над собой τελειοποιοδμαι, τελειοποιώ τήν μόρφωση μου. -
3 работать
1) δουλεύω, εργάζομαιкем вы рабо́таете? — τι δουλειά ( или τι εργασία) κάνετε
2) ( о механизмах) λειτουργώ, δουλεύωтелефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί
3) ( об учреждении) δουλεύω, είμαι ανοιχτόςмагази́н рабо́тает с 8-ми часо́в — το κατάστημα είναι ανοιχτό από τις οκτώ το πρωί
-
4 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ
-
5 работа
1. (физический процесс, труд) η εργασί/α, η δουλειάарматурные - ы η εγκατάσταση/τοποθέτηση ενισχύσεωνбетонные - ы - ες σκυροδέματος, разг. τα μπετάземлечерпательные - ы - ες εκσκαφής/εκβάθυνσηςнаучно-исследовательская - η επιστημονική έρευνα/εργασίαпосменная - με/σε βάρδιεςрезная - τα γλυπτά, τα σκαλιστάуборочные - ы - ες συγκομιδής/θέρουςумственная - πνευματική -, διανοητική -2. (функционирование) η λειτουργίαη εργασίαбезотказная - άνευ αστοχιών/βλαβώνбесперебойная - συνεχής -, αδιάκοπη -- вразнос (о двигателе) παράφορη -, το σκορτσάρισμα (του κινητήρα)- конструкции η συμπεριφορά της κατασκευής, η διαγωγή της κατασκευήςнепрерывная - συνεχής -, αδιάλειπτη -периодическая - διαλείπουσα -, διακοπτόμενη -- с данными вчт. η επεξεργασία στοιχείων- σε φάση3. (готовое изделие, продукт труда) η δουλειά, το έργο, η εργασία*плохого качества - κακής ποιότητας работать 1. (применять свой труд, трудиться) εργάζομαι, δουλεύω2. (функцио-нировать) λειτουργώ, δουλεύω 3. (ο машинах и т.п.) λειτουργώ 4. (πο металлу, по дереву) δουλεύω/επεξεργάζομαι (το μέταλλο, το ξύλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > работа
-
6 топливо
το καύσιμ/ο, η καύσιμη ύλη *заправляться - ом ανεφοδιάζομαι με - αработать на жидком твёрдом газообразном - е λειτουργώ με/καίω υγρό, στερεό, αέριο -ракетное - см. далее топливо ракетное самовоспламеняющееся - αυτεκρηκτικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > топливо
-
7 действовать
действоватьнесов1. (поступать) ἐνεργῶ, δρω, πράττω:\действовать осторожно ἐνεργώ προσεκτικά, ἐνεργῶ μέ περίσκεψη· \действовать сообща с кем-л. ἐνεργῶ (или δρω) ἀπό κοινοῦ (или μαζί) μέ κάποιον2. (функционировать) λειτουργώ/ δουλεύω, ἐργάζομαι (работать):у меня не \действоватьует нога δέν μπορώ νά κουνήσω τό πόδι μου·3. (чем-либо) χρησιμοποιώ:\действовать ножом χρησιμοποιώ μαχαίρι· \действоватьуя локтями, он выбрался из толпы σπρώχνοντας μέ τους ἀγκώνες, βγήκε ἀπό τό πλήθος·4. (оказывать действие) ἐπιδρϋ):\действовать на нервы πειράζω στά νεΰρα· \действовать успокоительно ἐπιδρῶ καταπραϋντικά, καταπραύνω· \действовать лаской χρησιμοποιώ χάδια· на него́ ничего не \действоватьует αὐτός δέν ἀκούει τίποτε·5. (о законе и т. п.) ἰσχύω. -
8 служить
служ||и́тьнесов1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:\служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):\служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:\служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·5. (выполнять свое назначение):пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος;